Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

Μέρος 6


Όταν έφθασεν εις Βάλτον, έμαθεν ότι ο Δημήτρης Γώγου αποκλείσας
εις έν στενόν πολλάς οικογενείας Βαλτινών, οι οποίοι δεν ήθελον
να υποκύψωσιν εις τους εχθρούς, τους έλαβεν υπό την εξουσίαν
του. Κινηθείς λοιπόν εναντίον αυτού, τας μεν οικογενείας τας
ελευθέρωσε, τους δε περί τον Γώγον εκυνήγησεν.

Ακολουθών την οδοιπορίαν του, έπεσε την νύκτα εις τους εις
Μαχαλάν φυλάττοντας Τούρκους, μη ηξεύρων ότι η θέσις αύτη ήτον
πιασμένη απ' αυτούς. Επειδή όμως είχον πλησιάσει αρκετά, ώστε
δεν ήτο πλέον καιρός να οπισθοδρομήσωσιν, ούτε αλλαχόθεν να
διαβώσιν, ενθαρρύνας τους στρατιώτας, ώρμησεν εμπρός, και
διέβησαν όλοι πολεμούντες, βλάψαντες πολύ περισσότερον τους
εχθρούς, παρ' όσον αυτοί εβλάφθησαν από εκείνους. Ενώ δε
επροπορεύετο τοιουτοτρόπως, μη διακρίνας διά το βαθύ της νυκτός
σκότος το πλάτος τάφρου τινός προκειμένης και ζητήσας να
πηδήση, πίπτει εις αυτήν, χωρίς να εννοηθή από τους
ακολουθούντας, οι οποίοι διαβαίνοντες αλλεπαλλήλως και πηδώντες
επ' αυτόν, δεν του έδωκαν καιρόν να σηκωθή προτήτερα παρ' όταν
δεν ήτον πλέον άλλος να διαβή.

Ύστερον από πολυήμερον διάστημα κακοπαθείας και νυκτοπορείας
έφθασε τελευταίον εις Δραγαμέστον, όπου οχυρωθείς έδωκε καιρόν
εις τους στρατιώτας του ν' αναπαυθώσιν οπωσούν και να
αναλάβωσιν, αυτός δε εμβήκεν εις Μεσολόγγιον να παρατηρήση την
κατάστασιν των πολιορκουμένων και να ομιλήση περί τροφών του
υπ' αυτόν στρατεύματος με την εκεί Διευθυντικήν επιτροπήν. Αφ'
ού συνωμίλησε μετ' αυτής και έκαμε τας παρατηρήσεις του,
επαίνεσε μεγάλως τους πολιορκουμένους διά την γενναιότητα και
καρτερίαν των προς τον κίνδυνον, ωνείδισεν όμως την
επικρατούσαν εις τας τροφάς κατάχρησιν και εξήλθεν αμέσως εις
Δραγαμέστον, όπου απεφάσισε να στήση το γενικόν του
στρατόπεδον.

Αφ' ού ικανάς ημέρας ανεπαύθη το στράτευμα, ο Καραϊσκάκης
έκρινεν εύλογον να γένη κίνημα προς εμπόδισμα της διαβάσεως των
τροφών του εχθρικού στρατοπέδου. Λαβών λοιπόν το εκλεκτότερον
μέρος της στρατιάς του, επήγε και ενήδρευσεν εις ένα τόπον
ονομαζόμενον Μάνιανην, όπου είναι έν σύμφυτον δάσος. Οι
διωρισμένοι εις τας σκοπιάς είδον μακρόθεν έν σώμα μέγα εχθρών
συνοδευόντων πλήθος φορτηγών. Ο Καραϊσκάκης βλέπων το σώμα
τούτο πολλά μεγάλον ως προς την εδικήν του δύναμιν, δεν έκρινεν
εύλογον να το κτυπήση κατά πρόσωπον, αλλ' αφ' ού άφησε και
διέβη το πλειότερον μέρος, επέπεσεν εις την οπισθοφυλακήν, την
οποίαν τρέψας εις φυγήν, έλαβε πολλά φορτηγά και εφόνευσε καί
τινας των εχθρών.

Κατά ταύτην την εποχήν ο Τσιώγκας και Ράγκος είχον συγκεντρώσει
μερικάς δυνάμεις εις Ξηρόμερον, αλλά δεν ηθέλησαν να ενωθώσι με
τον Καραϊσκάκην διά το παλαιόν μεταξύ των πάθος και διά να μην
τον γνωρίσωσιν αρχηγόν των.

Αυτός λοιπόν μη δυνάμενος με μόνας τας εδικάς του δυνάμεις ν'
αντικρούση κατά πρόσωπον σημαντικά σώματα εχθρών, εξέκοπτε
μόνον αποσπάσματα και τα έστελλε διά να βλάπτωσι την διάβασιν
των τροφών του εχθρού. Ήτον όμως εις τοιούτον τρόπον η οδός
ασφαλισμένη από τον Κιουταχήν, ώστε δεν ήτον εύκολον να γένη
σημαντική βλάβη εις τους διαβαίνοντας. Εις όλον το από
Καρβασαράν έως εις Μεσολόγγιον διάστημα ήσαν τοποθετημένα
εχθρικά σώματα, συνιστάμενα από οκτακοσίους έως χιλίους
πολεμιστάς, και απέχοντα περί μίαν ή δύω ώρας αλλήλων. Το έν δε
εχθρικόν σώμα ήτον εις χρέος να συνοδεύη τα φορτηγά έως εις την
θέσιν του άλλου, ώστε οι Έλληνες δεν ελάμβανον ευκαιρίαν διά να
τα βλάψωσι. Μ' όλον τούτο ο Καραϊσκάκης λαβών τους μισούς εκ
των μετ' αυτού Ελλήνων, επέπεσε διά νυκτός κατά των εις
Καρβασαράν τοποθετημένων εχθρών. Ο Καρβασαράς ήτον το μέρος
όπου απεβιβάζοντο αι τροφαί του εχθρικού στρατοπέδου διά να
μετακομίζωνται εις Μεσολόγγιον. Το μέρος τούτο ενομίζετο
ολιγώτερον υποκείμενον εις τας επιδρομάς των Ελλήνων, διά τούτο
και δεν ήτον ικανώς ωχυρωμένον από στρατιωτικήν δύναμιν· ήσαν
μ' όλον τούτο εις τα ερείπια του παλαιού φρουρίου, το οποίον
είχον επισκευάσει εκ του προχείρου, και εις τας παρά τον
αιγιαλόν αποθήκας έως πεντακόσιοι πολεμισταί. Οι Έλληνες
επιπεσόντες εξαίφνης, τους μεν εν τω φρουρίω απέκλεισαν, τους
δε εις το παραθαλάσσιον ηνάγκασαν να καταφύγωσι με ζημίαν των
εις τα ευρεθέντα εκείσε πλοία. Έλαβον οι Έλληνες υπέρ τας
εκατόν καμήλους καί τινα εκ των φορτηγών και επέστρεψαν εις το
στρατόπεδόν των.

Μετά παρέλευσιν ολίγων ημερών λαβών πάλιν ο Καραϊσκάκης έως
οκτακοσίους των εκλεκτοτέρων στρατιωτών επήγε να πιάση θέσιν
τινά μεταξύ Λάσπης και Ρίβιου, όπου είναι στενωτέρα η διάβασις,
διά να κτυπήση την συνοδίαν την παραπέμπουσαν τας τροφάς των
εχθρών, αλλ' όταν αυτός έφθασεν, η συνοδία είχε διαβή. Ενώ
λοιπόν ήσαν εις αθυμίαν οι Έλληνες διά την αποτυχίαν, έξαφνα
βλέπουν ερχόμενον από το μέρος Μεσολογγίου έν μικρόν εχθρικόν
σώμα, εσύγκειτο δε από εξήκοντα πέντε ιππείς πολυτελώς
ενδεδυμένους και από τινας πεζούς σύροντας πολλά φορτηγά με
αποσκευάς. Ο Καραϊσκάκης διέταξε και προκατέλαβον έμπροσθεν τον
τόπον μερικοί, οι δε λοιποί διαμοιρασθέντες εις τα δύω πλάγια
της οδού άφησαν τους Τούρκους έως ου εισήλθον εις την ενέδραν·
τότε δε αποκλείσαντες αυτούς και από τα όπισθεν, τους εκτύπησαν
πανταχόθεν, ώστε εις ολίγων στιγμών διάστημα τους εφόνευσαν
όλους εκτός δύο μόνον διασωθέντων διά της φυγής και άλλων δύω
ζωγρηθέντων. Μεταξύ των συγκροτούντων το σώμα τούτο ήσαν ο
Αγιάνης της Σόφιας, ο Ντελήμπασης, ο Γιουρούκ μπαϊρακτάρης και
ο Τατάραγας του Κιουταχή, πηγαίνοντες να κάμωσι νέαν
στρατολογίαν. Όλης της αποσκευής, η οποία ήτον πλουσιωτάτη,
έγειναν κύριοι οι Έλληνες, από τους ίππους όμως ολίγους έλαβον
ζώντας, διότι εφονεύθησαν εις την μάχην.

Μετά ταύτην την ενέδραν καμμία σημαντική πράξις εις την Δυτικήν
Ελλάδα δεν έγεινε, μάλιστα τα στρατεύματα, μη έχοντα τροφάς και
αναγκαζόμενα να εξοδεύωσιν εξ ιδίων, δεν είχον προθυμίαν να
διαμείνωσιν επί πλέον εις Δραγαμέστον. Βλέπων και ο Καραϊσκάκης
αφ' ενός μέρους την δυσαρέσκειαν του στρατεύματος, αφ' ετέρου
δε ότι δεν εδύνατο να εμποδίση την εις το στρατόπεδον του
Κιουταχή μετακόμισιν των τροφών, απεφάσισε να μεταβή πάλιν
πλησίον εις το πολιορκούν το Μεσολόγγι στρατόπεδον, όπου
ημπορούσε να λαμβάνη τροφάς από τας πέριξ επαρχίας.

Μετέβη λοιπόν περί τα μέσα Μαρτίου εις Κράβαρι και ετοποθετήθη
εις Πλάτανον, αλλά μόλις έφθασε και ασθένησε βαρέως. Κατ'
εκείνην την εποχήν εξέλειπον ολοτελώς αι τροφαί εις
Μεσολόγγιον· και οι εν αυτώ είχαν πλέον αποφασίσει να εξέλθωσι
διά των όπλων, αφ' ού απέρριψαν τας παρά του Κιουταχή και
Ιμβραήμη προβληθείσας συνθήκας ως ανοικείους εις άνδρας
αγωνισθέντας με τοσαύτην γενναιότητα και επιμονήν. Εζήτησαν
λοιπόν από τον Καραϊσκάκην να καταβή εις τους πρόποδας του
βουνού, πλησίον εις την πεδιάδα του Μεσολογγίου, διά να δεχθή
τους εξερχομένους και να αντικρούση την ορμήν των εχθρών, οι
οποίοι αναμφιβόλως ήθελον ακολουθεί διώκοντες. Πολλοί ήθελον
διαφύγει την αιχμαλωσίαν και τον θάνατον, εάν ο Καραϊσκάκης δεν
ήθελεν είναι ασθενής. Μ' όλον ότι επροσπάθησε να πέμψη εις
βοήθειαν των εξερχομένων τα υπ' αυτόν στρατιωτικά σώματα, δεν
ημπόρεσεν όμως να πείση ειμή έν μέρος μόνον, και εκ τούτων
ολίγοι επροχώρησαν έως εις τους πρόποδας, οι δε λοιποί έμειναν
καθ' οδόν αποδειλιάσαντες να προχωρήσωσιν. Απεδέχθη ο
Καραϊσκάκης και επεριποιήθη όσον εδύνατο τους διασωθέντας από
το Μεσολόγγιον και τους παρέπεμψεν εις Σάλωνα διαμείνας αυτός
μερικάς ημέρας, έως να ιδή τα κινήματα των εχθρών και να
αναλάβη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου