Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ (2)


Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ


Κάποτε ο Μεγαπάνος, άρχοντας από το Κάρλελι (Ακαρνανία), του
είπε·

 — Ωρέ Καραϊσκάκη, δε μαζώνεις λίγο τη γλώσσα σου;

 — Άμα μαζώξης εσύ τη βρακοζώνα σου, θα μαζέψω κ' εγώ τη γλώσσα
μου, του είπε ο Καραϊσκάκης.

Ο Μεγαπάνος κυνηγούσε της γυναίκες.


ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ


'Σ τον πόλεμο του Κεφαλόβρυσου, όπου σκοτώθηκε ο Μάρκος
Μπότσαρης, είχε στείλη κι' ο Καραϊσκάκης ένα μικρό σώμα, αυτός
όμως δεν έλαβε μέρος 'σ τον πόλεμο, γιατί ήταν άρρωστος 'σ το
μοναστήρι του Προυσού. Αφού σκοτώθηκε ο Μάρκος, έφεραν οι
Σουλιώτες το λείψανό του και το ξάπλωσαν εμπρός 'σ το νάρθηκα
της εκκλησιάς του Μοναστηρίου. Σηκώθηκε τότε ο Καραϊσκάκης από
το κρεββάτι κ' επήγε σέρνοντας και φίλησε με δάκρυα το νεκρό
του Μάρκου· κ' είπε·

 — Άμποτε, ήρωα Μάρκο, κ' εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω.

Κ' επήγε αληθινά όπως ευχήθηκε, ο ήρωας.

Αυτόν το θάνατο εύχονταν όλοι οι γενναίοι εκείνον τον καιρό·
_να παν από βόλι_. Τον ίδιο θάνατο ευχήθηκε κι' ο Γκούρας κι'
απ' αυτόν επήγε.


Η ΜΑΡΙΩ


Ο Καραϊσκάκης 'σ της εκστρατείες του είχε πάντα μαζί του μια
Τουρκοπούλα βαφτισμένη, που την έλεγαν Μαριώ. Αυτή ήταν ντυμένη
φουστανέλλες, σαν άντρας, κ' είχε τ' όνομα Ζαφείρης ανάμεσα 'σ
τα παληκάρια. Κάποτε λοιπόν ο Καραϊσκάκης περαστικός κατάλυσε
'σ το σπίτι του, με κάμποσα παληκάρια. Πάει ο Ζαφείρης 'σ το
μαγερειό και ρίχνεται 'σ της δούλες κι' αρχίζει τσιμπιές,
γαργαλητά, φιλιά. Βάνουν της φωνές εκείνες και τρέχουν 'σ την
καπετάνισσα. Τρέχει κ' η κυρά Γκόλφω, η Καραϊσκάκαινα, 'σ το
στρατηγό καταθυμωμένη·

 — Τι πράματα είναι αυτά; του λέει· τα παληκάρια σου _παλεύουν_
της ψυχοκόρες μου!

 — Έγνοια σου, μωρή, της λέει ο στρατηγός, έχω και για 'σένα
π. . . Μη θυμώνεις.


ΤΙ ΕΙΠΕ 'Σ ΤΟΝ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗ


Κάποτε 'σ τα 1825, 'σ την εκστρατεία της Μεσσηνίας, μάλλωσε με
τον Κουντουριώτη και του είπε·

 — Ωρέ, Κουντουριώτη άκουγα και νόμιζα θα είναι όλο γιομάτο
μυαλό το κεφάλι σου. Εσύ όμως έχεις τόσο μυαλό, όσο έχω 'γώ
σπόρο 'σ τ' α . . . μου!


ΠΩΣ ΑΓΑΠΗΣΕ ΜΕ ΤΟ ΖΑΪΜΗ


Όταν ο Καραϊσκάκης πήγε 'σ τ' Ανάπλι, 'σ τα 1826, ενώ την Αθήνα
την πολιορκούσε ο Κιουταχής, και διορίστηκε Γενικός αρχηγός των
στρατεμάτων της Ρούμελης για να πάη να τον πολεμήση,
παρουσιάστηκε 'σ τη Διοικητική Επιτροπή. Τότε ο πρόεδρος της
Επιτροπής, ο Ζαΐμης, πρώτος τον συχώρεσε για την παλιά τους
έχτρα, πού βάσταγε από τον καιρό του εμφύλιου πολέμου, όταν ο
Καραϊσκάκης είχε κάμη πολλά κακά 'σ τα σπίτια και χτήματα του
Ζαΐμη 'σ την Κερπινή. Ο Ζαΐμης όμως γενναιόκαρδα τον συχώρεσε.
Ο Καραϊσκάκης δάκρυσε. Τότε φιλήθηκαν οι δυο και ξεχάστηκαν τα
περασμένα. 'Σ τη σκηνή αυτή έτυχε να είναι κι' ο άρχοντας
Υδραίος Βασίλης Μπουντούρης κ' είπε 'σ τον Καραϊσκάκη·

 — Δεν έκαμες ως τώρα όσο έπρεπε το χρέος σου 'σ την πατρίδα,
Καραϊσκάκη· ο Θεός να σε φωτίση να το κάμης από 'δώ κι' ομπρός.

 — Δεν τ' αρνιώμαι, αποκρίθηκε ο Καραϊσκάκης. Όταν θέλω, γίνομαι
άγγελος κι' όταν θέλω, γίνομαι διάβολος. Από τώρα έχω σκοπό να
γίνω άγγελος.


ΤΟ ΒΡΑΚΙ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ


'Σ τον πόλεμο της Δομπραίνας ο Καραϊσκάκης είχε διατάξη τον
οπλαρχηγό Βασίλη Μπούσγο να πιάση μια ράχη παραπέρα από 'κεί
που γίνονταν ο πόλεμος και να περιμένη ως πού να τον κράξη. Ενώ
λοιπόν ακολουθούσε ο πόλεμος, ο Καραϊσκάκης ηύρε μεγάλη
αντίσταση 'σ τους Τούρκους κ' έστειλε ένα παληκάρι να πάη να
φωνάξη το Μπούσγο βοήθεια. Ο στρατιώτης όμως δείλιασε και δεν
έφερε τη διαταγή του στρατηγού 'σ το Μπούσγο. Έτσι ο
Καραϊσκάκης αναγκάστηκε να τραβηχτή και φτάνει 'σ τη ράχη, όπου
φύλαγε, άνεργος, ο Μπούσγος. Δαιμονίστηκε καθώς τον είδε ο
Καραϊσκάκης, γιατί νόμισε πώς από φόβο δεν είχε έρθη βοήθεια
του.

 — Το βρακί της Κατερίνας! Φέρτε μου το βρακί της Κατερίνας!

Ο Καραϊσκάκης για ντρόπιασμα των δειλών είχε μαζί του ένα
παλιόβρακο, που τόξεραν όλοι μ' αυτό τ' όνομα «το βρακί της
Κατερίνας» και υποχρέωνε όσους έπιανε φοβιτσάρηδες να το
φορέσουν. (Αυτό μας θυμίζει τη Μόσκω του Τζαβέλα, πού άμα
ζύγωνε πόλεμος έβανε ντελάλι μέσα 'σ το Σούλι, ότι όποιος
Σουλιώτης μείνη 'σ το χωριό και δεν πάη με τους άλλους να
πολεμήση, θα φορέση γυναίκεια).

Ο Μπούσγος όμως, αφού δεν έφταιγε σε τίποτα, άναψε κι' αυτός
από το θυμό του. Τραβιέται πίσω, κι' όξω την κουμπούρα! Εκεί
όμως ξηγήθηκαν τα πράματα κι' ο Καραϊσκάκης, αφού κατάλαβε το
λάθος του, ζήτησε συμπάθειο από το Μπούσγο και δακρυσμένος τον
φίλησε.


ΤΗΣ ΚΛΑΝΟΜΑΡΩΣ ΤΑ ΚΑΜΩΜΑΤΑ


'Σ το Δίστομο, πριν γίνη ο περίφημος πόλεμος, ήταν με το σώμα
του Καραϊσκάκη ένας στρατιώτης, που κανείς δεν ήξερε πούθε
κρατούσε η σκούφια του. Κοντός, κουρελιάρης, με μακρυά και λερή
φουστανέλλα, πού κατέβαινε πειο κάτου από τα γόνατά του,
άσκημος, σπανός, ξεραγκιανός και πολύ φοβιτσάρης. Έκανε 'σ το
στρατόπεδο της γυναικείες δουλειές, έπλυνε, ετοίμαζε τα σφαχτά
κ' έψηνε τα κοκορέτσα και τα σπληνάντερα. Ήταν μ' άλλα λόγια
από 'κείνους, που τους έλεγαν 'σ τα στρατόπεδα _χατζαρούλες_.
Το στρατιώτη αυτόν για τους τρόπους του και για της ταπεινές
δουλειές που έκανε τον έλεγαν οι συντρόφοι του Κλανομάρω. Αφού
ζύγωνε λοιπόν ο πόλεμος, η Κλανομάρω άφησε τα συνειθισμένα της
και φόρεσε σελιάχι και κρέμασε μπαλάσκες κ' έβαλε και μια
μακρυά κουμπούρα 'σ το σελιάχι· κι' αφού 'τοιμάστηκε για
πόλεμο, παρουσιάζεται άξαφνα ανάμεσα 'σ τα παληκάρια, 'σ το
φοβερό εκείνο στρατόπεδο. Δε λέγεται η ταραχή και τα γέλοια και
τα πειράγματα και τα χωρατά, όταν είδαν την Κλανομάρω τα
παληκάρια. Χάλασε ο κόσμος γύρω της, καθώς περνούσε
καμαρώνοντας σα σκεπάρνι η Κλανομάρω, τριγυρισμένη από το πειό
διαλεχτό επιτελείο, που θα ζήλευε κάθε στρατηγός, μ' άλλα λόγια
από τα καλύτερα παληκάρια του Καραϊσκάκη.

Την άλλη 'μέρα, ημέρα του δοξασμένου εκείνου πολέμου, ενώ οι
Αρβανίτες με τον Καρυοφίλμπεη νικημένοι κυνηγιώνταν από τους
Έλληνες, ο Καραϊσκάκης ακράτητος, φοβερός, τραντάζοντας με της
φωνές του της ράχες γύρω, καθώς προχωρούσε με τ' άλογο, κάνει
έτσι και βλέπει κρυμμένον άνθρωπο μέσα σε μια πατουλιά. Νόμισε
πώς ήταν Τούρκος κι' αμέσως τραβάει από τη σέλλα τη μια
πιστιόλα, έτοιμος να ρίξη. Άξαφνα όμως πηδάει όξω από την
πατουλιά η Κλανομάρω και φωνάζει τρομασμένη·

 — Μη καπετάνε! μη, είμ' εγώ! Μη για το Θεό!

Κράτησε ο στρατηγός τ' άλογο και κάνοντας τάχα πως
παραξενεύτηκε και πως δεν κατάλαβε τίποτα, λέει 'σ την
Κλανομάρω·

 — Ωρέ, εσύ εδώ μέσα, ωρέ Μάρω;

 — Τι να κάμω, καπετάνε, βούλωσε το ντουφέκι μου και δε μπόργα
να πολεμήσω.

 — Να, ωρέ Μάρω, πάρε το δικό μου και σε θέλω να μου φέρης
κεφάλια Αρβανίτικα!

Κι' αμέσως δίνει 'σ την Κλανομάρω τον κοντό του σισανέ, τον
ασημόδετον και φλωροκαπνισμένον.

Τότε η Κλανομάρω, αφού έπιασε 'σ τα χέρια το φοβερό όπλο του
Καραϊσκάκη, έγινε αλλοιώτικη. Χύθηκε απόκοντα 'σ τους Αρβανίτες
και σε κάμποση ώρα γύρισε φέρνοντας θριαμβευτικά δυο ματωμένα,
ολόζεστα Αρβανίτικα κεφάλια. Φαντάζεται κανένας τα ζήτω των
παληκαριών για χάρη της Κλανομάρως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου