Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ (1)


Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ


'Σ τα Γιάννινα, τον καιρό του Αλήπασσα, ο Καραϊσκάκης, νειός
ακόμα, χόρευε μια φορά μ' άλλα παληκάρια. Ενώ έσερνε,
μπροστινός, τον Τσάμικο, κ' έκανε πολλές γύρες _'σ τον τόπο_,
όπως λεν, πέρασε την ιδία στιγμή ο Μουχτάρ πασσάς, γυιός τον
Αλήπασσα. Η φουστανέλλα του Καραϊσκάκη σηκώθηκε τον ανήφορο καί
φάνηκαν τα _πλιάτσικα_. Ο Μουχτάρ πασσάς πειράχτηκε. Πήγε 'σ
τον πατέρα του και παραπονέθηκε. Κράζει τότε ο Αλήπασσας τον
Καραϊσκάκη και θυμωμένος του λέει·

 — Τι έκαμες, ωρέ Παλιόγυφτο, 'σ το γυιό το δικό μου;

 — Τίποτα, πασσά μου, λέει ο Καραϊσκάκης. Δεν τόθελα. Χόρευα κ'
έκαμα έτσι μια φορά . . . (κ' έφερε μια γύρα). Τότε πέρναγε ο
γυιός σου ο Μουχτάρ πασσάς και θύμωσε. Τι φταίω 'γώ, ο
μαύρος; . . .

Ο Αλήπασσας έσκασε τα γέλοια.

 — Πώς έκαμες, ωρέ μπίρο μ'; Κάμε το πάλε, ωρέ!

 — Έτσι, πασσά μου . . .

 — Κάμε το άλλη μια φορά, ωρέ Γιώργο! . . Μπράβο, ωρέ Γιώργο! . .
Άιντε τώρα.


ΤΙ ΖΗΤΗΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΗΠΑΣΣΑ


 — Τι θέλεις να σε κάμω, ωρέ Καραϊσκάκη; τον ρώτησε κάποτε ο
Αλήπασσας.

 — Αν με γνωρίζης, πασσά μου, άξιον γι' αφέντη, κάμε με αφέντη·
αν με γνωρίζης άξιον για χουσμεκιάρη (δούλο), κάμε με
χουσμεκιάρη· αν δε με γνωρίζης άξιον για το τίποτα, ρίξε με 'σ
τη λίμνη. (Γ. Γαζής)


Η ΤΟΛΜΗ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ


'Σ το Κομπότι, 'σ τον πόλεμο που έκαμε 'σ τα 1821, 8 Ιουνίου,
που νίκησε τους Τούρκους και τους πήρε 'σ το κυνήγι, ανέβηκε σε
μια πέτρα κ' έβριζε τους Τούρκους δυνατά. Και για να τους
προσβάλη χειρότερα και να δώση θάρρος 'σ τους δικούς του σήκωσε
τη φουστανέλλα, κατέβασε το βρακί και τους έδειξε τον πισινό
του. Τότε ένας Τούρκος, Γκέκας, κρυμμένος κάπου 'σ τα κλαριά,
τον τουφέκισε και τον λάβωσε 'σ τα δυο μηριά και 'σ ένα άλλο
μέρος.


ΓΡΑΜΜΑ 'Σ ΤΟ ΧΟΥΡΣΙΤ ΠΑΣΣΑ


Όταν ο Χουρσίτ πασσάς, αρχιστράτηγος των Τούρκων, 'σ τα 1822,
του παράγγειλε να πάη να τον προσκυνήση 'σ τη Λάρσα, ο
Καραϊσκάκης τούστειλε αυτή την απόκριση·

    Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω·
    κ' εγώ, πασσά μου, ρώτησα τον π.... μου τον ίδιον
    κι' αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω·
    κι' αν έλθης κατ' επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω! (Γ. Γαζής).


Ο ΜΠΑΤΣΟΣ


Φεύγοντας από το Μεσολόγγι οι Τούρκοι, 'σ τα 1823, τράβηξαν να
περάσουν από του Κοράκου το γιοφύρι (δήμος Αργιθέας). Ο
Καραϊσκάκης ήταν 'σ το μοναστήρι της Τατάρνας. Μπήκε 'σ την
εκκλησιά και προσευχήθηκε·

 — Τώρα θα σε ιδώ, Μαυρομάτα· αν νικήσωμε, θα σε προσκυνώ για
Παναγία, ειδέ . . .

Κ' έκοψε το λόγο του, πριν τον τελειώση. Τότε έπιασε τον
Αϊβλάση. Άμα ζύγωσαν οι Τούρκοι, ο Καραϊσκάκης γνώρισε το
μπροστινόν, γιατί τον ήξερε από τα Γιάννινα·

 — Καρτέρα με, Ισλιάμ Μπέντο! του φώναξε.

 — Σε καρτερώ! του απάντησε ο Ισλιάμ Μπέντος.

Ο Καραϊσκάκης, νευρικός κι' ανυπόμονος, έτρεμε πριν αρχίση ο
πόλεμος.

Κοντά του ήταν ο Τσάκας, πελώριος παληκαράς, παλιός του
σύντροφος. Γυρίζει και λέει 'σ τον Καραϊσκάκη·

 — Τι τρέμεις, ωρέ Γύφτο; Φοβάσαι;

Και του τραβάει έναν κατακέφαλο. Τον έφαγε καλόν, χωρίς να
θυμώση ο Καραϊσκάκης. _Γύφτος_ ήταν το παράνομά του, γιατί ήταν
μελαψός. Μια παράδοση μάλιστα τον λέει γυιό του καπετάν
Αραπογιάνη.

Η νίκη του Αϊβλάση ήταν από τα πρώτα κατορθώματα του Καραϊσκάκη
και μεγάλωσε τ' όνομά του.


ΓΡΑΦΕ ΡΑΓΚΟ


'Σ το Μεσολόγγι, όταν κατηγορούσαν τον Καραϊσκάκη πώς τάχα είχε
κρυφή συνεννόηση με τους Τούρκους, περισσότερο από τους άλλους
τον κατάτρεχε ο Ράγκος, γιατί αντιφέρονταν οι δυο τους για τ'
αρματωλίκι των Αγράφων. Μια 'μέρα ο φίλος του Καραϊσκάκη ο
Αντρέας Ίσκος σηκώνεται, παίρνει μαζί του τέσσερους πέντε
στρατιώτες, πού είχαν πολεμήση με τον Καραϊσκάκη, και πάει 'σ
το κονάκι του Ράγκου να τον ιδή. Άρχισαν να τα λεν. Τα
παλικάρια έμειναν απόξω, 'σ τ' άλλο δωμάτιο. Άξαφνα ο Ίσκος
έκαμε πώς θέλει ν' ανάψη το τσιμπούκι του και φώναξε ένα από τα
παιδιά μέσα. Εκεί πού τούβανε τη φωτιά, τον ρωτάει ο στρατηγός,
αδιάφορα, με ποιον έκαμε ως τώρα και πού πολέμησε.

 — Με τον Καραϊσκάκη, Καπετάνε, απαντάει ο στρατιώτης. Ήμνα
κοντά τ' απ' τον καρό τ' Λεπενιώτη. Πολεμήσαμε πολλές βολές
αντάμα. Να τα σημάδια . . .

 — Καλά, καλά, άιντε τώρα.

Αφού βγήκε ο στρατιώτης, γυρίζει ο Ίσκος και του λέει του
Ράγκου·

 — Γράφε, Ράγκο!

Ύστερα ο Ίσκος κράζει άλλον στρατιώτη·

 — Αμ' εσύ με ποιόν έχεις κάμη, ωρέ, ως τώρα 'σ τον πόλεμο;

 — Εγώ, στρατηγέ μ'; Πολέμησα 'σ 'την Άρτα νυχτόημερα με τον
Καραϊσκάκη, πολέμησα 'σ το Νιοχώρι, 'σ το Κομπότι, πολέμησα . . .

 — Καλά, φεύγα! λέει και 'σ αυτόν ο Ίσκος.

Ύστερα γυρίζει κατά το Ράγκο·

 — Γράφε, Ράγκο! του λέει πάλι.

Φωνάζει άλλον στρατιώτη. Αρχίζει κ' εκείνος τα δικά του·

 — Πολέμησα 'σ του Κοράκου το γιοφύρι, πολέμησα . . .

 — Γράφε Ράγκο!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου